Είναι η διπλή όψη σε κάθετι που κάνει τα πράγματα θελκτικά, πονεμένα, ερωτεύσιμα με τρόπο βασανιστικά αναγκαίο. Δίνει χρώμα στο συναίσθημα & μια χροιά ασυνήθιστη απο αυτή που έμαθες να συνυπάρχεις. Είναι οι άπειρες πτυχές που διαθέτει, οι απο αλλού φερμένες μυρωδιές. Η μια αλλιώτικη απο την άλλη.
Σε εισάγει σε ένα παιχνίδι καταστροφής, αυτοκαταστροφής με γεύση ολοκλήρωσης .. Είναι ο έρωτας σαν αυτόν που η Τσανακλίδου με τόσο θεατρικό-τόσο αληθινά εξομολογητικό τόνο σκιαγραφεί. Σου σπαράζει τα σωθικά, σε τελειώνει για να αναστηθείς μέσα απο τη δύναμή του. Σε εξαντλεί και σε έχει δικό του και με ενέσεις ισοπεδωτικής ερωτικής έκστασης σε επαναφέρει σε αυτό το ανελέητο παιχνίδι του. Που δε θέλεις να συμμετέχεις. Θέλεις..και γω. Γιατί ζείς απο αυτό, μέσα απο αυτό για αυτό. Και η ζωή σου κάνει κύκλο γύρω του. Σε ζαλίζει, μεθάς μα δε σταματάς. Η βρώμικη -άν μπορεί να λεχθεί έτσι- σκιά του έρωτα σε γοητεύει αδιαφορώντας για τη κατάληξη. Για τα σημάδια της απώλειας, για την πληγή του ίδιου του έρωτα. Για τη βίαιη μεταχείρισή του πάνω σου. Για τη μορφή που δανείζεσαι τη νύχτα, όταν το φώς λιγοστεύει δίνωντας σου μια μαγεία σκοτεινή, έντονα συγκινησιακή, υποβλητική, καταλυτική για την απο δω και στο εξής ζωή σου. Αυτός ο έρωτας έχει μαύρο χρώμα, καπνού μυρωδιά, λύκου εικόνα. Χρόνου απροσδιόριστου. Γεύση παλιού γλυκού κρασιού, μεθυστικού, θηλυκά ερωτικού.
Ένας ακραίος έρωτας, μυστηριακός, βαθύς & δύσκολα προσβάσιμος. Απο τους λίγους. Έρωτας που δυο έτοιμοι για τον πόνο θαρραλέοι συνάντησαν. Είναι έτοιμοι για το όνειρο αυτοί. Ετοιμοι να συρθούν σε ένα παιχνίδι μέχρι το τέλος. Όποιο κι αν είναι αυτό. Αδιαφορούν. Αγαπούν και αδιαφορούν. Αποφάσισαν να ζήσουν τον ανελέητο, εγωιστή έρωτα, να ακουμπήσουν πινελιές στον καμβά του αγαπημένου τους ακόμη και αν φτιάξουν ένα έργο, μια ζωγραφιά που κάποιος θα κοσμήσει για βιτρίνα στο γκρίζο άδειο σαλονάκι του.
Κάποιες φορές, πλημμύριζε ο ουρανός όλο άστρα
για λίγο, για όσο κρατάει ένα βλέμμα, και έπειτα κάθαρμα
με έσερνες πιο βαθιά στο σκοτεινό σου δάσος
Σ' ένα κυνήγι, ανελέητο
Χειρότερα κι από αγρίμια μπλεχτήκαμε σε πάλη ως εσχάτων
ξεσκίσαμε την ψυχή μας, πασαλειφτήκαμε αίμα
με έμαθες να ζητάω για να σε δω να δίνεις όχι σε μένα
αλλού, ώσπου γέρασα μαλάκα
και τώρα έτσι κι αλλιώς, δεν είμαι πια για σένα
και συ, που όλα όσα θέλεις μα δεν μπόρεσες, δεν είσαι πια για μένα
Λύκε μου, πήγαινε με πίσω, να πάρουμε το παραμύθι από την αρχή
βάλε μου δράκους, βάλε μου μάγισσες, δε θα κωλώσω
μονάχα εκεί, στην άκρη-άκρη, βάλε ένα σπίτι με ένα φωτάκι τόσο δα να
ένα τόσο δα μικρό φωτάκι, για να 'χω την ψευδαίσθηση
πως ίσως κάποιος εκεί, κρατάει αναμμένη μια φωτιά, κι ότι με περιμένει
Α.
Σε εισάγει σε ένα παιχνίδι καταστροφής, αυτοκαταστροφής με γεύση ολοκλήρωσης .. Είναι ο έρωτας σαν αυτόν που η Τσανακλίδου με τόσο θεατρικό-τόσο αληθινά εξομολογητικό τόνο σκιαγραφεί. Σου σπαράζει τα σωθικά, σε τελειώνει για να αναστηθείς μέσα απο τη δύναμή του. Σε εξαντλεί και σε έχει δικό του και με ενέσεις ισοπεδωτικής ερωτικής έκστασης σε επαναφέρει σε αυτό το ανελέητο παιχνίδι του. Που δε θέλεις να συμμετέχεις. Θέλεις..και γω. Γιατί ζείς απο αυτό, μέσα απο αυτό για αυτό. Και η ζωή σου κάνει κύκλο γύρω του. Σε ζαλίζει, μεθάς μα δε σταματάς. Η βρώμικη -άν μπορεί να λεχθεί έτσι- σκιά του έρωτα σε γοητεύει αδιαφορώντας για τη κατάληξη. Για τα σημάδια της απώλειας, για την πληγή του ίδιου του έρωτα. Για τη βίαιη μεταχείρισή του πάνω σου. Για τη μορφή που δανείζεσαι τη νύχτα, όταν το φώς λιγοστεύει δίνωντας σου μια μαγεία σκοτεινή, έντονα συγκινησιακή, υποβλητική, καταλυτική για την απο δω και στο εξής ζωή σου. Αυτός ο έρωτας έχει μαύρο χρώμα, καπνού μυρωδιά, λύκου εικόνα. Χρόνου απροσδιόριστου. Γεύση παλιού γλυκού κρασιού, μεθυστικού, θηλυκά ερωτικού.
Ένας ακραίος έρωτας, μυστηριακός, βαθύς & δύσκολα προσβάσιμος. Απο τους λίγους. Έρωτας που δυο έτοιμοι για τον πόνο θαρραλέοι συνάντησαν. Είναι έτοιμοι για το όνειρο αυτοί. Ετοιμοι να συρθούν σε ένα παιχνίδι μέχρι το τέλος. Όποιο κι αν είναι αυτό. Αδιαφορούν. Αγαπούν και αδιαφορούν. Αποφάσισαν να ζήσουν τον ανελέητο, εγωιστή έρωτα, να ακουμπήσουν πινελιές στον καμβά του αγαπημένου τους ακόμη και αν φτιάξουν ένα έργο, μια ζωγραφιά που κάποιος θα κοσμήσει για βιτρίνα στο γκρίζο άδειο σαλονάκι του.
Κάποιες φορές, πλημμύριζε ο ουρανός όλο άστρα
για λίγο, για όσο κρατάει ένα βλέμμα, και έπειτα κάθαρμα
με έσερνες πιο βαθιά στο σκοτεινό σου δάσος
Σ' ένα κυνήγι, ανελέητο
Χειρότερα κι από αγρίμια μπλεχτήκαμε σε πάλη ως εσχάτων
ξεσκίσαμε την ψυχή μας, πασαλειφτήκαμε αίμα
με έμαθες να ζητάω για να σε δω να δίνεις όχι σε μένα
αλλού, ώσπου γέρασα μαλάκα
και τώρα έτσι κι αλλιώς, δεν είμαι πια για σένα
και συ, που όλα όσα θέλεις μα δεν μπόρεσες, δεν είσαι πια για μένα
Λύκε μου, πήγαινε με πίσω, να πάρουμε το παραμύθι από την αρχή
βάλε μου δράκους, βάλε μου μάγισσες, δε θα κωλώσω
μονάχα εκεί, στην άκρη-άκρη, βάλε ένα σπίτι με ένα φωτάκι τόσο δα να
ένα τόσο δα μικρό φωτάκι, για να 'χω την ψευδαίσθηση
πως ίσως κάποιος εκεί, κρατάει αναμμένη μια φωτιά, κι ότι με περιμένει
Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου